εννεάγυνος

εννεάγυνος
-η, -ο
βοτ. το άνθος που αποτελείται από εννέα καρπόφυλλα ή στύλους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εννέα + -γυνος < γυνή].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • εννεαγυνία — η [εννεάγυνος] βοτ. 1. διαίρεση τού συστήματος τού Λινναίου η οποία περιλαμβάνει τα φυτά που τα άνθη τους έχουν εννέα καρπόφυλλα ή στύλους 2. η ιδιότητα τών εννεάγυνων ανθέων …   Dictionary of Greek

  • εξάγυνος — η, ο (για άνθη) αυτός που έχει έξι υπέρους. [ΕΤΥΜΟΛ. < εξα < ἕξ (πρβλ. εξάγραμμα) + γυνος < γυνή (πρβλ. εννεάγυνος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”